πέντοζος — with five branches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέντοζον — πέντοζος with five branches masc/fem acc sg πέντοζος with five branches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάοζα — πέντοζος with five branches neut nom/voc/acc pl πεντάοζος having five knots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντόζοιο — πέντοζος with five branches masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντόζου — πέντοζος with five branches masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντόζῳ — πέντοζος with five branches masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάοζος — ον, Α βλ. πέντοζος … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek